καθιερώνω


καθιερώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καθιερώνω αρχαία ελληνική καθιερόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα καθιερώνω

✦ αφιερώνω στο θεό
✦ θεσπίζω
✦ θέτω ως κανόνα ζωής, ορίζω ως τρόπο συμπεριφοράς, εργασίας κτλ.
✦ επιβάλλω στην κοινή συνείδηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.