καθησυχαστικός


καθησυχαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καθησυχαστικός καθησυχάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καθησυχαστικός -ή, -ό

✦ που συντελεί σε καταπράυνση, σε καθησύχαση: καθησυχαστική διαβεβαίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανησυχητικός, ανησυχαστικός
Επιρρήματα
καθησυχαστικά (Κ καθησυχαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.