καθημερνός


καθημερνός
Προφορά

Ετυμολογία
καθημερνός μεταγενέστερη ελληνική καθημερινός

Ερμηνεία
καθημερνός

✦ -ή, -ό κ. καθημερνός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ρινή, -όν) που γίνεται ή παρουσιάζεται, ή χρειάζεται κάθε μέρα: είναι τα γνώριμα, τα καθημερινά εκείνα (Κ. Καβάφης) – καθημερινή δουλειά – καθημερινό φαινόμενο – καθημερινό ρούχο
✦ η καθημερινή ως ουσ., η εργάσιμη μέρα
✦ το καθημερινό ως ουσ., τροφή ή χρήματα που απαιτούνται για συντήρηση
✦ τα καθημερινά ως ουσ., τα ρούχα της κάθε μέρας

Συνώνυμα

Αντίθετα
γιορτή, σκόλη ,τα επίσημα, τα γιορτινά
Επιρρήματα
καθημερινά (Κ καθημερινώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.