καθαλάτωση


καθαλάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
καθαλάτωση κατά + άλας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καθαλάτωση

✦ η εναπόθεση αλάτων στα εσωτερικά τοιχώματα των ατμολεβήτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.