καθαιρετικός


καθαιρετικός
Προφορά

Ετυμολογία
καθαιρετικός αρχαία ελληνική καθαιρετικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καθαιρετικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην καθαίρεση ή που συνεπάγεται καθαίρεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καθαιρετικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.