καθίσταμαι
Προφορά
Ετυμολογία
καθίσταμαι αρχαία ελληνική καθίσταμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καθίσταμαι
✦ γίνομαι: ο ρόλος του έχει καταστεί δύσκολος
✦ έχω την τάση να γίνω, να εξελιχθώ σε: η εμμονή τους στην πεπατημένη καθίσταται επικίνδυνη για τον τόπο (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–