καθίζω


καθίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καθίζω αρχαία ελληνική καθίζω

Ερμηνεία
ρήμα καθίζω

✦ βάζω κάποιον σε ορισμένη θέση: ο πατέρας μάς κάθισε στο τραπέζι και μας είπε – τον κάθισε στη γωνιά
✦ (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω θέση καθήμενου
✦ η προστακτ. καθίστε, εύχρ. ως παρακέλευσμα δηλωτικό φιλοφρονητικής υποδοχής
✦ φρ. καθίζω κάποιον στο σκαμνί, υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου και τον φέρνω στο δικαστήριο ως κατηγορούμενο: καθίσαν τον αθώο στο σκαμνί του κριτηρίου (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.