καθάπτω


καθάπτω
Προφορά

Ετυμολογία
καθάπτω αρχαία ελληνική καθάπτω

Ερμηνεία
ρήμα καθάπτω

✦ εύχρηστο το μέσο καθάπτομαι (καθηψάμην), θίγω, προσβάλλω: η κατηγορία καθάπτεται της τιμής του πελάτου μου, ετόνισεν ο κύριος συνήγορος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.