καημένος


καημένος
Προφορά

Ετυμολογία
καημένος μεσαιωνική ελληνική καημένος, μτχ. του αορ. κάηκα του ρήματος καίομαι

Ερμηνεία
καημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, αξιολύπητος (εύχρ. ιδ. ως έκφραση συμπάθειας ή ειρωνείας): και μόνη στον περίπατο πηγαίνει, η καημένη (Γ. Σουρής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.