καζάντια


καζάντια
Προφορά

Ετυμολογία
καζάντια ρ. καζαντίζω

Ερμηνεία
καζάντια

✦ ουσ. κέρδη, πλούτη από εμπόριο ή άλλη επαγγελματική δραστηριότητα: και ποια είναι τα καζάντια του ύστερα από τόση δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.