κίρρωση


κίρρωση
Προφορά

Ετυμολογία
κίρρωση αρχαία ελληνική επίθετο κιρρός (= κιτρινωπός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κίρρωση

✦ πάθηση του συκωτιού και άλλων εσωτερικών οργάνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.