κίνημα
Προφορά
Ετυμολογία
κίνημα αρχαία ελληνική κίνημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κίνημα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κινώ, κίνηση
✦ σκίρτημα
✦ αποφασιστική ενέργεια, διάβημα
✦ (μτφ. ) στάση για ανατροπή κοινωνικού ή πολιτικού καθεστώτος
✦ ζύμωση ή ομαδική εκδήλωση στο χώρο των ιδεών, των πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών ή καλλιτεχνικών αντιλήψεων: το κίνημα του υπερρεαλισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–