κίβδηλος


κίβδηλος
Προφορά

Ετυμολογία
κίβδηλος αρχαία ελληνική κίβδηλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κίβδηλος -η, -ο

✦ ο μη γνήσιος, νοθευμένος με άλλα, ευτελή μέταλλα, κάλπικος
(μτφ. ) ψεύτικος, απατηλός: κίβδηλες ιδέες – κίβδηλα αισθήματα: τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.