κήρυκας
Προφορά
Ετυμολογία
κήρυκας αρχαία ελληνική κῆρυξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κήρυκας
✦ πρόσωπο που αναγγέλλει κάτι στο πλήθος μεγαλόφωνα, διαλαλητής
✦ που διδάσκει ή προπαγανδίζει ιδέες με γραπτό ή προφορικό λόγο
✦ που φέρνει προτάσεις ειρήνης σε εμπόλεμους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–