κέρμα


κέρμα
Προφορά

Ετυμολογία
κέρμα αρχαία ελληνική κέρμα (= κομμάτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κέρμα

✦ μικρό κομμάτι
✦ μεταλλικό νόμισμα μικρής αξίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.