κέρβερος


κέρβερος
Προφορά

Ετυμολογία
κέρβερος αρχαία ελληνική κύριο όνομα Κέρβερος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κέρβερος

✦ τέρας της αρχαία ελληνική ελλ. μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη
(μτφ. ) αυστηρός και άγρυπνος φρουρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.