κάτι


κάτι
Προφορά

Ετυμολογία
κάτι └τουρκ┘kat

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάτι

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. κάτια, καθένα από τα μέρη που αποτελούν πτυχή, δίπλα
✦ (φρ. μτφ.) έγινε δυο κάτια, κυρτώθηκε, διπλώθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.