κάσα


κάσα
Προφορά

Ετυμολογία
κάσα └ιταλ┘cassa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κάσα

✦ κιβώτιο ιδ. ξύλινο, κασόνι: μια κάσα μήλα – πατάτες
✦ φέρετρο: ο μαραγκός κάρφωνε με δακρυσμένα μάτια τα ξύλα της κάσας (Κ. Παλαμάς)
✦ το κούφωμα: η κάσα της πόρτας
✦ η στοιχειοθήκη των τυπογραφείων
✦ σιδερένιο χρηματοκιβώτιο: μονέδα που έμεινε για χρόνια στην κάσα ενός φιλάργυρου (Γ. Σεφέρης)
✦ το ταμείο: του ‘δωσα την κάσα του μαγαζιού (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.