κάρφος


κάρφος
Προφορά

Ετυμολογία
κάρφος αρχαία ελληνική κάρφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάρφος

✦ ξερό χόρτο, άχυρο, φρύγανο
✦ φρ. κάρφος στα όμματα, κ. κάρφος οφθαλμών, αντικείμενο ζηλοτυπίας, φθόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.