κάρυον
Προφορά
Ετυμολογία
κάρυον αρχαία ελληνική κάρυον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάρυον
✦ καρπός μονόσπερμος, αδιάρρηκτος, με ξυλώδες περικάρπιο: ο καρπός της φουντουκιάς ανήκει στον τύπο κάρυον
✦ (ειδ.) ο καρπός της καρυδιάς, το καρύδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–