κάρο
Προφορά
Ετυμολογία
κάρο └ιταλ┘carro
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάρο
✦ φορτηγό αμάξι δίτροχο ή τετράτροχο: απ’ την άσφαλτο τα κάρα κατεβαίνουν, κατεβαίνουν (Μ. Παπανικολάου)
✦ (μτφ. ) άνθρωπος ή πράγμα που πάλιωσε και αχρηστεύθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–