κάρμα


κάρμα
Προφορά

Ετυμολογία
κάρμα σανσκρ. λ. που δηλώνει την πράξη και τις συνέπειές της

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάρμα

✦ στον βουδισμό και ινδουισμό, η έννοια του πεπρωμένου ως αποτέλεσμα πράξεων που έγιναν σε προηγούμενες ζωές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.