κάρι


κάρι
Προφορά

Ετυμολογία
κάρι └αγγλ┘curry – └γαλλ┘ cari

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κάρι

✦ ινδικό καρύκευμα αποτελούμενο από πιπέρι και άλλα κονιοποιημένα μπαχαρικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.