κάρι Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κάριΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κάρι.mp3Ετυμολογίακάρι └αγγλ┘curry – └γαλλ┘ cari Ερμηνείαουσιαστικό└άκλιτο┘ το κάρι ✦ ινδικό καρύκευμα αποτελούμενο από πιπέρι και άλλα κονιοποιημένα μπαχαρικά Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–