κάποιος
Προφορά
Ετυμολογία
κάποιος └φρ┘καν + ποίος
Ερμηνεία
κάποιος
✦ -οια, -οιο αόρ. αντων. (γεν. κάποιου, -ας κ. καποιανού, -ής) (για πρόσωπα ή πράγματα αόριστα) ένας: μου το είπε κάποιος γνωστός
✦ λιγοστός: παίρνει κάποιον μισθό, μα δεν του φτάνει
✦ ξεχωριστός, διακεκριμένος: νομίζει πως είναι κάποιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–