κάνω
Προφορά
Ετυμολογία
κάνω αρχαία ελληνική κάμνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κάνω
✦ κατασκευάζω, δημιουργώ, φτιάνω κάτι: ο Θεός έκανε τον κόσμο – κάνω σπίτι – ρούχα
✦ εκτελώ, διαπράττω: να κάνεις ό,τι σου είπε – κάνω το χρέος μου – έκανε φόνο – έφεση
✦ με αιτιατ. ουσ. αποτελεί περίφραση μονολεκτικού ρήματος της ίδιας ρίζας με το ουσιαστικό ή αντίστοιχης σημασίας: κάνω πόλεμο (πολεμώ) κτλ. – κάνω μάθημα (διδάσκω ως καθηγητής ή διδάσκομαι ως μαθητής) – κάνω παιδί (τεκνοποιώ)
✦ γεννώ, παράγω: η κότα έκανε τ’ αβγό – οι πορτοκαλιές δεν έκαναν φέτος πορτοκάλια
✦ παρασκευάζω, μεταποιώ: έκανε το λαγό στιφάδο – έκανε το ισόγειο μαγαζί
✦ εμπορεύομαι: κάνει σιτάρια – καπνά
✦ συγκομίζω, αποκ συμπεριφέρομαι: κάνει σαν τρελός – κάνει σαν παπάς
✦ μένω σ’ έναν τόπο: έκανε πολλά χρόνια στο εξωτερικό
✦ επαγγέλλομαι: κάνει τον έμπορο – το δικηγόρο, εδώ και μια δεκαετία
✦ διατελώ, χρηματίζω: έκανε υπουργός στη δικτατορία
✦ υποκρίνομαι, επιδεικνύομαι σαν κάτι: κάνει τον άρρωστο – τον έξυπνο – τον κουτό – τον πλούσιο – τον αριστοκράτη
✦ συμφωνώ, ταιριάζω: δεν κάνει με την πεθερά της
✦ χρησιμεύω, είμαι κατάλληλος: δεν κάνει αυτό το γραφείο – δεν μου κάνουν τα παπούτσια
✦ επιχειρώ: κάνουν ν’ ανθίσουν τα κλαδιά κι ο πάγος δεν τ’ αφήνει (δημ. τραγ.)
✦ απρόσ. κάνει, επιτρέπεται: δεν κάνει να καπνίζεις – δεν κάνει να πας· και για καιρικές συνθήκες με αιτιατ. ουσ.: κάνει κρύο – ζέστη
✦ το ρ. σε πολλές φρ.: το ίδιο μου κάνει, μου είναι αδιάφορο – έχω να κάνω, αντιμετωπίζω – κάνω καλά, αναλαμβάνω την ευθύνη – κάνω λιανά, επεξηγώ – κάνω ζάφτι, δαμάζω, τιθασεύω – (αργκό) την κάνω, αποκόβομαι, απομακρύνομαι από κάποιον: αν συνεχίσει τα ίδια, θα του την κάνω (θα τον παρατήσω)· συνών. της φρ. τη βρίσκω, μου αρέσει κάτι υπερβολικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–