κάνουλα


κάνουλα
Προφορά

Ετυμολογία
κάνουλα └λατιν┘ cannula, υποκοριστικό του canna (=σωλήνας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κάνουλα

✦ ξύλινος ή μεταλλικός σωλήνας με στρόφαλο για την εκροή υγρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.