κάνονας


κάνονας
Προφορά

Ετυμολογία
κάνονας από συγκοπή του νομοκάνονας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κάνονας

✦ εκκλησιαστική ποινή που επιβάλλεται από πνευματικό σε εξομολογούμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.