κάνθαρος
Προφορά
Ετυμολογία
κάνθαρος αρχαία ελληνική κάνθαρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κάνθαρος
✦ είδος εντόμου, το σκαθάρι
✦ είδος ψαριού, το σκαθάρι ή σκάθαρος
✦ (αρχαιολ.) είδος μικρού αγγείου παρόμοιου με ποτήρι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–