κάμπινγκ
Προφορά
Ετυμολογία
κάμπινγκ └αγγλ┘camping
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κάμπινγκ
✦ έκταση γης, σχετικά μεγάλη και σε ωραίο φυσικό περιβάλλον, με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις, για την υποδοχή ειδικής κατηγορίας τουριστών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–