κάλως


κάλως
Προφορά

Ετυμολογία
κάλως αρχαία ελληνική κάλως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κάλως

✦ χοντρό σχοινί, παλαμάρι: οι ναύται ησχολούντο εις επισκευάς κάλων και άλλων πραγμάτων (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.