κάλυμμα


κάλυμμα
Προφορά

Ετυμολογία
κάλυμμα αρχαία ελληνική κάλυμμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάλυμμα

✦ σκέπασμα: καλύμματα επίπλων
✦ (ειδ.) καλύπτρα, σκέπασμα της κεφαλής
✦ (οικον.) το απόθεμα σε χρυσό εκδοτικής τράπεζας, ως εγγύηση του χαρτονομίσματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.