κάλαθος
Προφορά
Ετυμολογία
κάλαθος αρχαία ελληνική κάλαθος, πιθανόν από το κάλως (= σχοινί)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κάλαθος
✦ καλάθι
✦ (αρχιτ.) τμήμα του κορινθιακού κιονοκράνου, που το σκεπάζουν τα φύλλα της άκανθας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–