κάκτος
Προφορά
Ετυμολογία
κάκτος αρχαία ελληνική κάκτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κάκτος
✦ τροπικό φυτό με βλαστό σαρκώδη και φύλλα αγκαθωτά: κάκτοι απά στους βράχους, κάκτοι ολόγυρά τους μ’ άγριο φράχτη, οι κάκτοι σ’ έζωσαν παντού (Τ. Παπάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–