κάκου


κάκου
Προφορά

Ετυμολογία
κάκου γεν. του κακού, με αναβίβαση του τόνου

Ερμηνεία
επίρρημα κάκου

✦ εύχρ. μόνο στη φρ. του κάκου, μάταια, ανώφελα: του κάκου περίμενα να έρθει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.