ιός
Προφορά
Ετυμολογία
ιός αρχαία ελληνική ἰός (=το δηλητήριο ορισμένων ζώων, ιδ. φιδιών)• η αρχαία ελληνική λ. χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθεί στην └ελλ┘ η └αγγλ┘virus
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ιός
✦ μικροοργανισμός πολύ μικρών διαστάσεων που ζει και πολλαπλασιάζεται μόνο στο εσωτερικό ζωικών, φυτικών ή και βακτηριακών κυττάρων και είναι συνήθως παθογόνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–