ιόν


ιόν
Προφορά

Ετυμολογία
ιόν αρχαία ελληνική ἰόν └ουδ┘ μτχ. του εἶμι (= πηγαίνω)

Ερμηνεία
ιόν

✦ (φυσ.) ηλεκτρικά φορτισμένο άτομο ή ομάδα ατόμων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.