ιχνηλάτης


ιχνηλάτης
Προφορά

Ετυμολογία
ιχνηλάτης μεταγενέστερη ελληνική ἰχνηλάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιχνηλάτης

✦ αυτός που παρακολουθεί τα ίχνη, ανιχνευτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.