ιχθυοπαραγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
ιχθυοπαραγωγός ιχθύς + παραγωγός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ιχθυοπαραγωγός -ός, -ό
✦ ο ασχολούμενος επαγγελματικά με το ψάρεμα ή την εισαγωγή ψαριών
✦ (για τόπο) που αποδίδει ή περιλαμβάνει σημαντικές ποσότητες ψαριών
✦ (για χώρα) που υπολογίζει στην ενίσχυση της εθνικής της οικονομίας από την ιχθυοπαραγωγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–