ιχθυοκαλλιέργεια
Προφορά
Ετυμολογία
ιχθυοκαλλιέργεια ιχθύς + καλλιέργεια• μετάφραση του └γαλλ┘ όρου pisciculture
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ιχθυοκαλλιέργεια
✦ το σύνολο των τεχνικών για την παραγωγή και την ανάπτυξη των ψαριών σε ιχθυοτροφείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–