ισχυρός


ισχυρός
Προφορά

Ετυμολογία
ισχυρός αρχαία ελληνική ἰσχυρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ισχυρός -ή, -ό

✦ ρωμαλέος, δυνατός
✦ ανθεκτικός, ακατάβλητος: ισχυρή άμυνα
✦ έντονος, σφοδρός: ισχυρός άνεμος
✦ σημαντικός: ισχυρό επιχείρημα
✦ που έχει μεγάλη ηθική ή πολιτική δύναμη ή επιρροή: οι ισχυροί της γης
✦ (νομ.) έγκυρος

Συνώνυμα
σθεναρός, κραταιός
Αντίθετα
ανίσχυρος, αδύναμος ,ασθενής ,ανίσχυρος, άκυρος
Επιρρήματα
ισχυρά (Κ ισχυρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.