ισχυροποίηση


ισχυροποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
ισχυροποίηση μεταγενέστερη ελληνική ἰσχυροποίησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ισχυροποίηση

✦ η κατάσταση του ισχυροποιημένου, ενίσχυση, δυνάμωμα

Συνώνυμα
ενδυνάμωση
Αντίθετα
εξασθένηση, αποδυνάμωση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.