ισχνός
Προφορά
Ετυμολογία
ισχνός αρχαία ελληνική ἰσχνός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ισχνός -ή, -ό
✦ άπαχος
✦ λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός
✦ (μτφ. ) πενιχρός, φτωχός: ισχνή συγκομιδή – αμοιβή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παχύς, χοντρός ,εύσαρκος, γεμάτος ,πλούσιος, άφθονος, περισσός
Επιρρήματα
ισχνά (Κ ισχνώς)