ισχιακός


ισχιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ισχιακός μεταγενέστερη ελληνική ἰσχιακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ισχιακός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία: ισχιακό νεύρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.