ιστός


ιστός
Προφορά

Ετυμολογία
ιστός αρχαία ελληνική ἱστός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιστός

✦ το κατάρτι πλοίου
✦ αργαλειός
✦ δικτυωτό πλέγμα: ο ιστός της αράχνης
(βιολ.) άθροισμα όμοιων κυττάρων, που εκτελούν την ίδια λειτουργία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.