ιστορώ
Προφορά
Ετυμολογία
ιστορώ αρχαία ελληνική ἱστορῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ιστορώ -είς, -εί
✦ διηγούμαι, εκθέτω λεπτομερειακά: θα σου ιστορήσω τι μου συνέβη – να ιστορηθεί απ’ τον καθένα η παλιά πικρή του αποτυχία (Ζ. Παπαντωνίου)
✦ ζωγραφίζω, εικονίζω: ιστορημένα χειρόγραφα (τα διακοσμημένα με μικρογραφίες)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–