ιστορικό
Προφορά
Ετυμολογία
ιστορικό └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἱστορικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ιστορικό
✦ έκθεση σχετική με την εξέλιξη γεγονότος ή καταστάσεως: το ιστορικό της κρίσεως – της αρρώστιας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–