ιστορίζω


ιστορίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ιστορίζω μεσαιωνική ελληνική ἱστορίζω

Ερμηνεία
ρήμα ιστορίζω

✦ ζωγραφίζω, απεικονίζω: οι τοιχογραφίες της παλαιάς εκκλησίας ιστορίζουν κι εδώ το έπος της χριστιανοσύνης (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.