ισοπεδώνω


ισοπεδώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ισοπεδώνω μεσαιωνική ελληνική ἰσοπεδῶ

Ερμηνεία
ρήμα ισοπεδώνω

✦ κάνω κάτι να έχει ίση και ομαλή επιφάνεια, ισιώνω: είχανε ισοπεδώσει όσο μπορούσανε το γύρω χώρο (Γ. Μπεράτης)
(μτφ. ) τοποθετώ στο ίδιο κατώτατο επίπεδο, δεν λαμβάνω υπόψη μου διαφορές που υπάρχουν: τίποτε δεν ισοπεδώνει περισσότερο από τη μετριότητα (Γ. Σεφέρης)
✦ καταστρέφω, γκρεμίζω: με τους σεισμούς, η πόλη ισοπεδώθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.