ισομέρεια
Προφορά
Ετυμολογία
ισομέρεια ισομερής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ισομέρεια
✦ η ιδιότητα των αποτελούμενων από ίσα μέρη
✦ (χημ.) φαινόμενο κατά το οποίο ενώσεις διαφορετικές έχουν την ίδια σύνθεση και το ίδιο μοριακό βάρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–