ισοζύγιο


ισοζύγιο
Προφορά

Ετυμολογία
ισοζύγιο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ἰσοζύγιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ισοζύγιο

✦ εξίσωση δυο ομοειδών ποσοτήτων
✦ (ειδ.) εξίσωση εσόδων και εξόδων
✦ (λογιστ.) διαφορά πιστώσεων και χρεώσεων, κέρδος ή ζημιά από συναλλαγές
✦ ισοζύγιο πληρωμών, λογιστική κατάσταση που απεικονίζει τις οικονομικές, εμπορικές και δανειακές σχέσεις μιας χώρας με το εξωτερικό σε ορισμένη χρονική περίοδο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.